- ὁλογύρως
- ὁλόγυροςentirely roundadverbialὁλόγυροςentirely roundmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολόγυρος — η, ο (ΑΜ ὁλόγυρος, ον) στρογγυλός, κυκλοτερής, κυκλικός. επίρρ... ολόγυρα και ολόυρα (Α ὁλογύρως) γύρω γύρω, από όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + γύρος] … Dictionary of Greek